α πρίμα βίστα — μουσ. εκτέλεση μουσικού κομματιού από πρώτη ανάγνωση, χωρίς προηγούμενη μελέτη … Dictionary of Greek
πρίμα βίστα — η, Ν άκλ. 1. η εκ πρώτης όψεως εκτέλεση μουσικού κομματιού ανάγνωση και εκτέλεση ενός μουσικού κειμένου 2. (γενικά) η πρώτη φορά που βλέπει κανείς κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. prima vista (< prima «πρώτη» + vista «όραση, ματιά»)] … Dictionary of Greek
Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… … Dictionary of Greek
Καλιφόρνια — I (California). Πολιτεία (411.047 τ. χλμ., 35.116.033 κάτ. το 2002) των ΗΠΑ στο νοτιοδυτικό τμήμα της χώρας, πρώτη σε πληθυσμό και τρίτη σε έκταση μετά την Αλάσκα και το Τέξας. Συνορεύει με τις πολιτείες Όρεγκον στα Β, Νεβάδα στα Α, Αριζόνα στα… … Dictionary of Greek
Κολοράντο — I (Colorado). Πολιτεία (269.595 τ. χλμ., 4.417.714 κάτ. το 2001) των κεντροδυτικών ΗΠΑ, με πρωτεύουσα το Ντένβερ. Συνορεύει στα Β με το Γουαϊόμινγκ και τη Νεμπράσκα, στα Α με τη Νεμπράσκα και το Κάνσας, στα Ν με την Οκλαχόμα και το Νιου Μέξικο… … Dictionary of Greek
Νιμέγερ, Σοάρες Φίλο Όσκαρ — (Soares Filho Oscar Niemeyer, Pio ντε Τζανέιρο 1907 –). Βραζιλιανός αρχιτέκτονας. Εργάστηκε με τον Λούτσιο Κόστα και τον Λε Κορμπιζιέ στην κατασκευή του κτιρίου του Υπουργείου Παιδείας στο Ρίο ντε Τζανέιρο (1936) και συντέλεσε στη διάδοση της… … Dictionary of Greek
Ρεσίφε — (Recife). Πόλη της βορειοανατολικής Βραζιλίας, πρωτεύουσα της ομόσπονδης Πολιτείας Περναμπούκο. Η πόλη εκτείνεται σε περιοχή λιμνοθάλασσας, ένα τμήμα της στα νησιά και στις χερσονήσους και ένα άλλο στη στεριά, στη συμβολή του Καπιμπερίμπε και του … Dictionary of Greek
Ροράιμα — (Roraima). Έδαφος της βορειοανατολικής Βραζιλίας, που ορίζεται από τη Βενεζουέλα στα Β, από τη Γουιάνα στα ΒΑ και από τις ομόσπονδες βραζιλιανές Πολιτείες Αμαζόνας στα ΝΔ και στα ΝΑ και Παρά στα Α. Έχει έκταση 225.017 τ. χλμ. και πληθυσμό που… … Dictionary of Greek
Σακραμέντο — (Sacramento). Πόλη (369.365 κάτ.) των δυτικών ΗΠΑ, πρωτεύουσα της ομόσπονδης Πολιτείας της Καλιφόρνιας. Η Σ. είναι επίσης σπουδαίο λιμενικό κέντρο μετά το άνοιγμα της διώρυγας που συνδέει την πόλη με τη Ρίο Βίστα, η οποία βρίσκεται κοντά στις… … Dictionary of Greek